- συμβαίνω
- ΝΜΑ [βαίνω]1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν.γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.)2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνειγίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α. «συμβαίνει συχνά να καθυστερεί το δρομολόγιο» β. «συμβαίνει τῷ πλοίω ἀργεῑν», πάπ.γ. «συμβαίνει τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ εἶναι», Αριστ.)3. επακολουθώ, έρχομαι ως αποτέλεσμα (α. «ξέρεις τί θα συμβεί, αν συνεχίσεις τα ίδια» β. «συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι», πάπ.)4. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το συμβαίνον και τὸ συμβαῑνοναυτό που συμβαίνει, το περιστατικό που συντελείται (α. «η κυβέρνηση ενημερώθηκε αμέσως για τα συμβαίνοντα» β. «δεῑ οὖν πρὸς τὰ συμβαίνοντα... τούτοις χρῆσθαι», Ξεν.)5. (το ουδ. μτχ. αορ. ως ουσ.) το συμβάνπεριστατικό, γεγονός6. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το συμβεβηκός(φιλοσ.) α) το τυχαίο γεγονόςβ) (στους επικούρειους) ουσιώδες κατηγόρημα, χαρακτηριστικό γνώρισμαγ) (στους στωικούς) επακολούθημαδ) (στον Αριστοτ.) καθετί που ενυπάρχει σε ένα υποκείμενο και είναι αληθινό, η ύπαρξη τού οποίου όμως δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε συχνή7. φρ. α) «κατά συμβεβηκός»(φιλοσ.) κατά τύχην, τυχαίαβ) «αν συμβεί κάτι» και «ἄν τι συμβῇ»(ευφημισμός) αν έλθει ένα κακό, αν επέλθει καμιά συμφοράνεοελλ.(το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το συμβεβηκός(φιλοσ.) επίκτητο ή και έμφυτο γνώρισμα το οποίο δεν επηρεάζει καταλυτικά την ουσία μιας έμψυχης ή άψυχης υπόστασηςμσν.(το ουδ. μτχ. αορ. ως επίρρ.) πιθανώςαρχ.1. στέκομαι με τα πόδια ενωμένα («Παλλάδιον τοῑς ποσὶ συμβεβηκός», Απολλόδ.)2. βαδίζω προς το ίδιο σημείο, συναντώ («ἐκ δὲ τῆς μάχης ταύτης συνέβησαν οἱ στρατιῶται αὐτοὶ αὐτοῑς», Ξεν.)3. έρχομαι σε συμφωνία («συνέβησαν ὥστε τριηκοσίους μάχεσθαι», Ηρόδ.)4. συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι («ὅτι γενναίως ἐκ τοῡ πολέμου καὶ τοῡ νείκους ξυνέβητον», Αριστοφ.)5. συμφωνώ («χρησμοί τε συμβαίνουσι», Αριστοφ.)6. (για εξαγόμενα αριθμητικών πράξεων) συμπίπτω, συμφωνώ7. αρμόζω, ταιριάζω («τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῑς τείχεσιν... συμβαίνειν οἱ τεχνῑται λέγουσι», Μάρκ. Αυρ.)8. συμφωνώ με κάποιον, συναναστρέφομαι ευχάριστα («οὺ... Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος», Αριστοφ.)9. τάσσομαι με το μέρος κάποιου («συμβαίνειν ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων», Δίον. Αλ.)10. παραστέκω, βοηθώ κάποιον («ὅν οὐδαμοῡ φῄς οὐδὲ συμβῆναι ποδί», Σοφ.)11. αντιστοιχώ με κάτι («ὁ χρόνος ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν», Ηρόδ.)12. πέφτω στον κλήρο κάποιου, τυχαίνω σε κάποιον («αἵ μοι συμβαίνουσ' ἆται», Ευρ.)13. είμαι σύμβολο ή χαρακτηριστικό κάποιου («ξυνεβεβήκει... Ἀθηναίοις τοῡτο», Θουκ.)14. (για χρησμό) εκπληρώνομαι («καὶ δοκεῑ τὸ μαντεῑον τοὐναντίον ξυμβῆναι ἤ προσεδέχοντο», Θουκ.)15. αποβαίνω, καταλήγω («τὰ μητρὸς... ἔχθιστα συμβέβηκεν», Σοφ.)16. (σε λογική ακολουθία) έπομαι ως συμπέρασμα17. (το ουδ. αόρ. ως ουσ.) επακόλουθο, αποτέλεσμα18. φρ. α) «συμβαίνω εἰς τὸ μέσον» — αποδέχομαι κάποιο συμβιβασμό (Πλάτ.)β) «λόγοις συμβαίνω» — κάνω προφορική συμφωνία ή συνεννόηση (Ευρ.)γ) «τοῡ συμβαίνοντὸς ἐστι» — είναι καθημερινή υπόθεση (Ισαί.)δ) «συμβαίνω κακοῑς» — συνεργώ στην αύξηση τών κακών (Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.